- φρούδων
- φρού̱δων , φροῦδοςgone awayfem gen plφρού̱δων , φροῦδοςgone awaymasc/neut gen plφρού̱δων , φροῦδοςgone awaymasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαβουκόληση — η η παραπλάνηση με την καλλιέργεια ψευδών, φρούδων ελπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαβουκολώ. Η λ. στον λόγιο τύπο, διαβουκόλησις, μαρτυρείται από το 1864 στον Αναστ. Γούδα] … Dictionary of Greek